μαγουλήθρα

μαγουλήθρα
μαγουλήθρα, η και μαγουλάδα, η
φλεγμονή και διόγκωση της παρωτίδας, παρωτίτιδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαγουλήθρα — η βλ. μαγουλάδα …   Dictionary of Greek

  • μαγουλάδα — η [μάγουλο] συν. στον πληθ. οι μαγουλάδες η νόσος παρωτίτιδα, αλλ. μαγουλήθρα …   Dictionary of Greek

  • μαγουλάδα — η η μαγουλήθρα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμαγούλα — η 1. πρήξιμο στο λαιμό και κοντά στο αυτί. 2. παρωτίτιδα, μαγουλήθρα, μαγουλίτσα, μαγουλάδα: Το παιδί έβγαλε παραμαγούλες και δεν πρέπει να πάει στο σχολείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρωτίτιδα — η (ιατρ.), πάθηση του σιελογόνου αδένα του έξω ακουστικού πόρου, αλλιώς παραμαγούλα, μαγουλήθρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”